διόρθωση

διόρθωση
η (AM διόρθωσις) [διορθώ]
1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση
2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού
νεοελλ.
1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση
2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων
3. στρατ. τα στοιχεία με τα οποία έχουν βαθμονομηθεί τα σκοπευτικά όργανα τών πυροβόλων και αναγράφονται στους πίνακες βολής
4. ναυτ. ο υπολογισμός τής πραγματικής τιμής ενός στοιχείου με απ' ευθείας παρατήρηση
5. (φωτογρ.) η βελτίωση τών φωτοτύπων για εξάλειψη τών ατελειών
μσν.
1. (για ανθρ.) υπόδειξη
2. (για διαθήκη) ρύθμιση
3. σκευή αλόγου
αρχ.
1. (για οικοδόμημα) ανέγερση, αναστύλωση
2. (για πολίτευμα) μεταρρύθμιση, τροποποίηση
3. τιμωρία, σωφρονισμός
4. σωστή μεταχείριση
5. πληρωμή, εξόφληση χρεών
6. ευτυχές γεγονός, ευτυχής συγκυρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διόρθωση — η επαναφορά σε τάξη, απαλλαγή από σφάλματα: Η διόρθωση των γραπτών με κούρασε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορθώση — διόρθωσις making straight fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθώσῃ — διορθώσηι , διόρθωσις making straight fem dat sg (epic) διορθόω make straight aor subj mid 2nd sg διορθόω make straight aor subj act 3rd sg διορθόω make straight fut ind mid 2nd sg διορθόω make straight aor subj mid 2nd sg διορθόω make straight… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • διορθωτικός — ή, ό (AM διορθωτικός, ή, όν) [διορθωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή 2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό ειδικό υγρό για τη… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • επανόρθωμα — ἐπανόρθωμα, το (Α) [επανορθώνω] 1. επανόρθωση, διόρθωση, βελτίωση («τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῑζον ἁμάρτημα ἔχει ἤ ὅ ἐπανορθοῑς», Πλάτ.) 2. διόρθωση σύμφωνα με καθορισμένο πρότυπο …   Dictionary of Greek

  • επανόρθωση — η (AM ἐπανόρθωσις) [επανορθώνω] νεοελλ. 1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως 2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης 3. στον πληθ. οι επανορθώσεις οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”